- προφορά
- 1) akcent (m) rzecz.2) nacisk (m) rzecz.3) przycisk (m) rzecz.4) wymowa (f) rzecz.
Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό.
Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό.
προφορά — προφορά̱ , προφορά pronunciation fem nom/voc/acc dual προφορά̱ , προφορά pronunciation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφορᾷ — προφορά pronunciation fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφορά — η, ΝΜΑ [προφέρω] ο τρόπος που προφέρει, που εκφωνεί κανείς φθόγγους, λέξεις ή φράσεις, η άρθρωση φθόγγων, λέξεων, φράσεων (α. «έχει ξενική προφορά» β. «φωτὶ γὰρ πρὸς φῶς... οὐδεμία, οὔτε κατὰ τὴν προφοράν, οὔτε κατ αὐτὴν τὴν ἔννoιαν, ἔστι… … Dictionary of Greek
προφορά — η η ενέργεια του προφέρω, η άρθρωση, ο τρόπος που προφέρει κανείς: Έχει ξενική προφορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προφοράν — προφορά̱ν , προφορά pronunciation fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφοράς — προφορά̱ς , προφορά pronunciation fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφοραῖς — προφορά pronunciation fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφοραί — προφορά pronunciation fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφορᾶς — προφορά pronunciation fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προφορῶν — προφορά pronunciation fem gen pl προφορέομαι carry on the web by passing the weft to and fro pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Έρασμος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο ιερομάρτυς. Καταγόταν από την Αντιόχεια της Συρίας. Τον συνέλαβαν μετά από διαταγή του Μαξιμιανού (286 305) στην Αχρίδα. Αργότερα, αφού ελευθερώθηκε, πέθανε στη Χερμελία της Αχρίδας. Η μνήμη του… … Dictionary of Greek